·

less (EN)
επίρρημα, πρόθεση, αντωνυμία

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
little (επίρρημα)

επίρρημα “less”

less (more/most)
  1. λιγότερο
    She spent less then he earned.

πρόθεση “less”

less
  1. μείον
    The total cost of the meal was $50, less a $10 discount for early booking.

αντωνυμία “less”

less
  1. λιγότερο (χρησιμοποιείται ως αντωνυμία)
    Less is sometimes more.