Γλώσσα
English
|
español
français
|
Deutsch
русский
|
中文
português
|
العربية
italiano
|
日本語
Türkçe
|
B. Indonesia
Nederlands
|
polski
svenska
|
한국어
हिन्दी
|
українська
čeština
|
română
...περισσότερα
Αρχική σελίδα
Λεξικό
Φόρουμ
Οδηγός
Εφαρμογή
Λεξιλόγιο
Ανάγνωση
Λεξικό
Φόρουμ
Επικοινωνία
Σύνδεση
Εγγραφείτε
Σχετικά με εμάς
menu
Σύνδεση
·
Εγγραφείτε
must
(EN)
ρήμα, ουσιαστικό
ρήμα “must”
must
πρέπει
Εγγραφείτε
για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
You
must
wear a helmet to ride the bike safely.
πρέπει
(για να δηλώσει υψηλή πιθανότητα ή βεβαιότητα)
She
must
know the answer, she studied all night.
ουσιαστικό “must”
sg.
must
, pl.
musts
απαραίτητος
(ως ουσιαστικό)
For a successful cake, precise measurements are a
must
.
connection
head
tend
so