must (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “must”

must
  1. πρέπει
    You must wear a helmet to ride the bike safely.
  2. πρέπει (για να δηλώσει υψηλή πιθανότητα ή βεβαιότητα)
    She must know the answer, she studied all night.

ουσιαστικό “must”

sg. must, pl. musts
  1. απαραίτητος (ως ουσιαστικό)
    For a successful cake, precise measurements are a must.