ρήμα “must”
must (έχει μόνο μία μορφή)
- πρέπει
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
You must wear a helmet to ride the bike safely.
- πρέπει (για να δηλώσει υψηλή πιθανότητα ή βεβαιότητα)
She must know the answer, she studied all night.
ουσιαστικό “must”
ενικός must, πληθυντικός musts
- απαραίτητος (ως ουσιαστικό)
For a successful cake, precise measurements are a must.