·

escalation (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “escalation”

ενικός escalation, πληθυντικός escalations ή μη μετρήσιμο
  1. κλιμάκωση (μια ταχεία αύξηση της έντασης ή της σοβαρότητας κάποιου πράγματος)
    The sudden storm caused an escalation in emergency service calls throughout the city.
  2. κλιμάκωση (αύξηση στο επίπεδο της σύγκρουσης ή της βίας)
    The invasion led to an escalation of the conflict between the two countries.
  3. κλιμάκωση (στον τομέα των επιχειρήσεων, η διαδικασία μεταφοράς ενός ζητήματος πελάτη σε κάποιον με περισσότερη εξουσία ή εξειδίκευση)
    Unable to solve the problem, the customer service agent initiated an escalation to the technical specialist.