·

books (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
book (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “books”

books, μόνο πληθυντικός
  1. βιβλία λογιστικής
    The auditor spent hours reviewing the company's books to ensure all transactions were recorded accurately.