ουσιαστικό “toil”
ενικός toil, πληθυντικός toils ή μη μετρήσιμο
- σκληρή εργασία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The construction workers' toil in the scorching sun was truly admirable.
- δυσκολίες
The toils of single parenthood often go unnoticed by those who haven't experienced it.
- παγίδες (για ζώα)
The spider's toils glistened with morning dew, ready to catch the day's first prey.
ρήμα “toil”
απαρέμφατο toil; αυτός toils; αόριστος toiled; μετοχή αορ. toiled; μετοχή ενεστ. toiling
- εργάζομαι σκληρά
She toiled away at her desk, determined to finish the report by the deadline.
- κοπιάζω
He toiled against the heavy snow, pushing forward with each step.
- δημιουργώ με κόπο
The novelist toiled out the final chapters of her book throughout the night.
- κουράζω κάποιον με σκληρή εργασία
The long hike up the steep mountain toiled the hikers, leaving them exhausted by the time they reached the summit.