·

targeted (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
target (ρήμα)

επίθετο “targeted”

βασική μορφή targeted, μη βαθμ.
  1. στοχευμένος
    The company launched a targeted advertising campaign to reach young adults.