ουσιαστικό “accrual”
ενικός accrual, πληθυντικός accruals
- συσσώρευση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The accrual of leaves on the ground signaled the arrival of autumn.
- δεδουλευμένο (ποσό χρημάτων που έχει κερδηθεί ή οφείλεται αλλά δεν έχει ακόμη εισπραχθεί ή πληρωθεί)
At the end of the month, the company made an accrual for the salaries of employees.
- εγγραφή (σε κλινική μελέτη)
The research team was pleased with the rapid accrual for the new vaccine trial.