ουσιαστικό “hood”
ενικός hood, πληθυντικός hoods
- κουκούλα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She pulled her hood over her head to protect herself from the rain.
- καπό (το αρθρωτό κάλυμμα πάνω από τον κινητήρα ενός οχήματος)
He lifted the hood to check the engine.
- κουκούλα (μαλακή οροφή ενός αυτοκινήτου με ανοιγόμενη οροφή)
They lowered the hood to enjoy the fresh air.
- κουκούλα (μια πτυχή υφάσματος που φοριέται γύρω από το λαιμό και τους ώμους από ακαδημαϊκούς κατά τη διάρκεια τελετών)
She wore a red hood to signify her degree.
- κουκούλα (ένα διευρυμένο μέρος του σώματος ενός ζώου, όπως η κουκούλα της κόμπρας)
The snake spread its hood when threatened.
- κουκούλα (γερακοθηρία, κάλυμμα κεφαλής που τοποθετείται σε γεράκι για να το κρατά ήρεμο)
The falconer removed the hood when it was time to fly the bird.
- κακοποιός
The hoods were causing problems in the neighborhood.
- γειτονιά
I'm going to meet the boys in the hood.
ρήμα “hood”
απαρέμφατο hood; αυτός hoods; αόριστος hooded; μετοχή αορ. hooded; μετοχή ενεστ. hooding
- καλύπτω με κουκούλα
The falconer hooded the bird to keep it calm.
επίθετο “hood”
βασική μορφή hood (more/most)
- αστικός (κουλτούρα της πόλης)
His music is very hood, reflecting his urban roots.