·

hood (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, επίθετο

ουσιαστικό “hood”

ενικός hood, πληθυντικός hoods
  1. κουκούλα
    She pulled her hood over her head to protect herself from the rain.
  2. καπό (το αρθρωτό κάλυμμα πάνω από τον κινητήρα ενός οχήματος)
    He lifted the hood to check the engine.
  3. κουκούλα (μαλακή οροφή ενός αυτοκινήτου με ανοιγόμενη οροφή)
    They lowered the hood to enjoy the fresh air.
  4. κουκούλα (μια πτυχή υφάσματος που φοριέται γύρω από το λαιμό και τους ώμους από ακαδημαϊκούς κατά τη διάρκεια τελετών)
    She wore a red hood to signify her degree.
  5. κουκούλα (ένα διευρυμένο μέρος του σώματος ενός ζώου, όπως η κουκούλα της κόμπρας)
    The snake spread its hood when threatened.
  6. κουκούλα (γερακοθηρία, κάλυμμα κεφαλής που τοποθετείται σε γεράκι για να το κρατά ήρεμο)
    The falconer removed the hood when it was time to fly the bird.
  7. κακοποιός
    The hoods were causing problems in the neighborhood.
  8. γειτονιά
    I'm going to meet the boys in the hood.

ρήμα “hood”

απαρέμφατο hood; αυτός hoods; αόριστος hooded; μετοχή αορ. hooded; μετοχή ενεστ. hooding
  1. καλύπτω με κουκούλα
    The falconer hooded the bird to keep it calm.

επίθετο “hood”

βασική μορφή hood (more/most)
  1. αστικός (κουλτούρα της πόλης)
    His music is very hood, reflecting his urban roots.