επίθετο “sour”
βασική μορφή sour, sourer, sourest (ή more/most)
- ξινός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
To make foods taste more sour, you can add vinegar.
- χαλασμένος (για γάλα)
The milk went sour, so we'll have to throw it away.
- κακόκεφος
She spoke in a sour tone, making everyone feel unwelcome.
- όξινος (για χώμα)
The farmer struggled to grow crops on the sour soil in the back field.
ρήμα “sour”
απαρέμφατο sour; αυτός sours; αόριστος soured; μετοχή αορ. soured; μετοχή ενεστ. souring
- χαλάω (την ατμόσφαιρα)
The argument soured their friendship, and they stopped talking to each other.
- ξινίζω (το γάλα)
The milk soured after being left out of the fridge overnight.