ουσιαστικό “hill”
ενικός hill, πληθυντικός hills
- λόφος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The children rolled down the grassy hill behind their house.
- ανηφόρα
The car struggled to climb the steep hill on the way to the cabin.
- σωρός χώματος (γύρω από φυτό)
The gardener made a small hill around each tomato plant to help them grow better.
- ομάδα φυτών (με χώμα γύρω τους)
In the garden, there was a hill of tomatoes, with the soil mounded up around the plants.
- ανάχωμα (στο μπέιζμπολ)
The pitcher walked up to the hill, ready to throw the first pitch.
- εξόγκωμα (στην επιφάνεια του δίσκου βινυλίου)
The needle skipped when it hit a small hill on the old vinyl record.
ρήμα “hill”
απαρέμφατο hill; αυτός hills; αόριστος hilled; μετοχή αορ. hilled; μετοχή ενεστ. hilling
- σχηματίζω σωρό
The farmer hilled the soil around the base of each plant to protect the roots.
- βάζω χώμα γύρω από φυτά
The gardener hilled the soil around the base of the tomato plants to protect their roots.