επίθετο “unbowed”
βασική μορφή unbowed, μη βαθμ.
- αλύγιστος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Despite the heavy rain, the flag stood unbowed in the wind.
- ακατάβλητος (παρά τις δυσκολίες)
Despite the harsh criticism, she remained unbowed and continued to pursue her dreams.