menu
Σύνδεση
·
Εγγραφείτε
Γλώσσα
English
|
español
français
|
Deutsch
русский
|
中文
português
|
العربية
italiano
|
日本語
Türkçe
|
B. Indonesia
Nederlands
|
polski
svenska
|
한국어
हिन्दी
|
українська
čeština
|
română
...περισσότερα
Afrikaans
|
azərb.
B. Melayu
|
বাংলা
भोजपुरी
|
bosanski
български
|
català
Cebuano
|
dansk
eesti
|
Ελληνικά
Esperanto
|
فارسی
ગુજરાતી
|
հայերեն
hrvatski
|
íslenska
עברית
|
Jawa
ಕನ್ನಡ
|
ქართული
Kiswahili
|
кыргызча
latviešu
|
lietuvių
Lëtzebuerg.
|
magyar
македон.
|
മലയാളം
मराठी
|
မြန်မာဘာသာ
नेपाली
|
norsk
ଓଡ଼ିଆ
|
oʻzbekcha
ਪੰਜਾਬੀ
|
қазақша
shqip
|
සිංහල
slovenčina
|
slovenšč.
српски
|
suomi
Tagalog
|
தமிழ்
తెలుగు
|
ไทย
Tiếng Việt
|
тоҷикӣ
Türkmençe
|
اردو
Αρχική σελίδα
Μαθήματα
Άρθρα
Χάρτες
Όλα τα κείμενα
Λεξικό
Φόρουμ
Βιβλιοθήκη PDF
Σύνδεση
Εγγραφείτε
Οδηγός
Εφαρμογή
Λεξιλόγιο
Άρθρα
Λεξικό
Φόρουμ
Επικοινωνία
Σχετικά με εμένα
when
(EN)
επίρρημα, σύνδεσμος, επίφωνο
επίρρημα “when”
when
(more/most)
πότε
Εγγραφείτε
για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When
do you plan to start your new job?
όταν
(σε περίπτωση που)
"Happiness is
when
what you think, what you say, and what you do are in harmony." – Mahatma Gandhi
σύνδεσμος “when”
when
μόλις
Call me
when
you get home so I know you've arrived safely.
ενώ
I love listening to music
when
I'm working out at the gym.
όταν
Let's meet up on Wednesday,
when
I'll be in your neighborhood.
δεδομένου ότι
Why buy a new car
when
the one you have still runs perfectly well?
ενώ
(σε αντίθεση)
You say you want to lose weight,
when
in fact you keep skipping the gym.
επίφωνο “when”
when
φτάνει
(ως διακοπή ή ότι υπάρχει αρκετό από κάτι)
A: "I'll pour you some juice, say
when
." B: "
When
!"
wilderness
envelope
strict
trust account