·

learned (EN)
επίθετο, επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
learn (ρήμα)

επίθετο “learned”

βασική μορφή learned, μη βαθμ.
  1. μορφωμένος
    The professor was a learned man, fluent in seven languages and well-versed in classical literature.
  2. επιφανής (σε νομικό πλαίσιο)
    In court, the learned counsel presented a compelling argument for her client's innocence.

επίθετο “learned”

βασική μορφή learned, μη βαθμ.
  1. αποκτηθείς (μέσω εμπειρίας ή μελέτης)
    His ability to solve complex math problems was not innate but a learned skill through years of study and practice.