ρήμα “learn”
απαρέμφατο learn; αυτός learns; αόριστος learned us, learnt uk; μετοχή αορ. learned us, learnt uk; μετοχή ενεστ. learning
- μαθαίνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Children learn to read and write at school.
- διδάσκομαι (από τα λάθη μου)
After burning his hand on the stove, he learned to be more careful with hot objects.
- πληροφορούμαι
She learned that her parents are getting divorced.
ουσιαστικό “learn”
ενικός learn, πληθυντικός learns
- μάθηση
After a brief learn of the game's rules, she was ready to play her first match.