επίθετο “automotive”
βασική μορφή automotive, μη βαθμ.
- αυτοκινητικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He works in the automotive industry designing car engines.
ουσιαστικό “automotive”
ενικός automotive, πληθυντικός automotives
- αυτοκινητοβιομηχανία
After graduating, she started a career in automotive.
- κατάστημα αυτοκινήτων (που πουλάει ανταλλακτικά)
He went to the automotive to buy new tires for his car.