ουσιαστικό “bonnet”
ενικός bonnet, πληθυντικός bonnets
- σκουφάκι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The baby looked adorable wearing a pink bonnet as they strolled through the park.
- καπό
He opened the bonnet to check the engine after the car broke down on the motorway.
- μπερές (παραδοσιακός σκωτσέζικος)
He wore a kilt and a bonnet during the parade.