·

letting (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
let (ρήμα)

ουσιαστικό “letting”

ενικός letting, πληθυντικός lettings
  1. ενοικίαση
    After searching for weeks, they finally found a letting that was both affordable and close to the city centre.