·

imaging (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
image (ρήμα)

ουσιαστικό “imaging”

ενικός imaging, πληθυντικός imagings ή μη μετρήσιμο
  1. απεικόνιση
    He is studying medical imaging to become a radiologist.