·

literature (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “literature”

ενικός literature, μη μετρήσιμο
  1. λογοτεχνία
    The Nobel Prize in Literature is awarded to authors who have produced outstanding creative work.
  2. έντυπο υλικό (σε συγκεκριμένο θέμα)
    The doctor handed me some literature on healthy eating habits.
  3. βιβλιογραφία (σε επιστημονικά περιοδικά και έργα)
    The literature on climate change includes thousands of research articles from scientists around the world.