ουσιαστικό “food”
ενικός food, πληθυντικός foods ή μη μετρήσιμο
- τροφή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The supermarket sells a wide variety of food and beverages.
- τροφή (πνευματική ή συναισθηματική)
The lecture gave us food for thought.