·

food (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “food”

ενικός food, πληθυντικός foods ή μη μετρήσιμο
  1. τροφή
    The supermarket sells a wide variety of food and beverages.
  2. τροφή (πνευματική ή συναισθηματική)
    The lecture gave us food for thought.