·

balk (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “balk”

απαρέμφατο balk; αυτός balks; αόριστος balked; μετοχή αορ. balked; μετοχή ενεστ. balking
  1. διστάζω
    She balked at the idea of skydiving because it seemed too risky.
  2. σταματώ απότομα (για άλογο)
    The horse balked and refused to jump the fence.
  3. εμποδίζομαι
    Her plans to travel were balked by the sudden storm.
  4. κάνω προσποίηση
    The pitcher balked, causing the runner on first base to hesitate and miss his chance to steal second.

ουσιαστικό “balk”

ενικός balk, πληθυντικός balks
  1. παράνομη κίνηση (στο μπέιζμπολ)
    The pitcher was called for a balk when he pretended to throw to first base but didn't.
  2. παραπλανητική κίνηση (στο μπάντμιντον)
    During the match, Sarah's clever balk made her opponent move the wrong way.
  3. περιοχή πίσω από τη γραμμή εκκίνησης (στο μπιλιάρδο)
    He carefully placed the cue ball in the balk before taking his first shot.
  4. περιοχή πίσω από τη γραμμή baulk (στο σνούκερ)
    He aimed carefully to avoid the balk area and make his shot.