ρήμα “balk”
απαρέμφατο balk; αυτός balks; αόριστος balked; μετοχή αορ. balked; μετοχή ενεστ. balking
- διστάζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She balked at the idea of skydiving because it seemed too risky.
- σταματώ απότομα (για άλογο)
The horse balked and refused to jump the fence.
- εμποδίζομαι
Her plans to travel were balked by the sudden storm.
- κάνω προσποίηση
The pitcher balked, causing the runner on first base to hesitate and miss his chance to steal second.
ουσιαστικό “balk”
ενικός balk, πληθυντικός balks
- παράνομη κίνηση (στο μπέιζμπολ)
The pitcher was called for a balk when he pretended to throw to first base but didn't.
- παραπλανητική κίνηση (στο μπάντμιντον)
During the match, Sarah's clever balk made her opponent move the wrong way.
- περιοχή πίσω από τη γραμμή εκκίνησης (στο μπιλιάρδο)
He carefully placed the cue ball in the balk before taking his first shot.
- περιοχή πίσω από τη γραμμή baulk (στο σνούκερ)
He aimed carefully to avoid the balk area and make his shot.