ουσιαστικό “busser”
ενικός busser, πληθυντικός bussers
- βοηθός σερβιτόρου
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The busser quickly cleared the dishes after the customers left.