ουσιαστικό “encryption”
ενικός encryption, πληθυντικός encryptions ή μη μετρήσιμο
- κρυπτογράφηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Encryption helps protect sensitive data when using online banking services.
- κρυπτογράφημα (δεδομένα)
The spy stole an encryption that contained top-secret plans.