επίθετο “double-entry”
βασική μορφή double-entry, μη βαθμ.
- που σχετίζεται με ένα λογιστικό σύστημα όπου κάθε συναλλαγή καταγράφεται δύο φορές, τόσο ως χρέωση όσο και ως πίστωση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company implemented a double-entry accounting system to ensure accurate financial records.
ουσιαστικό “double-entry”
ενικός double-entry, μη μετρήσιμο
- διπλογραφία (μια μέθοδος λογιστικής στην οποία κάθε συναλλαγή καταχωρείται δύο φορές, μία ως χρέωση και μία ως πίστωση)
Double-entry helps prevent errors in financial statements.