·

double-entry (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “double-entry”

βασική μορφή double-entry, μη βαθμ.
  1. που σχετίζεται με ένα λογιστικό σύστημα όπου κάθε συναλλαγή καταγράφεται δύο φορές, τόσο ως χρέωση όσο και ως πίστωση
    The company implemented a double-entry accounting system to ensure accurate financial records.

ουσιαστικό “double-entry”

ενικός double-entry, μη μετρήσιμο
  1. διπλογραφία (μια μέθοδος λογιστικής στην οποία κάθε συναλλαγή καταχωρείται δύο φορές, μία ως χρέωση και μία ως πίστωση)
    Double-entry helps prevent errors in financial statements.