·

entity (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “entity”

ενικός entity, πληθυντικός entities
  1. οντότητα (κάτι που υπάρχει ως μία και ανεξάρτητη μονάδα)
    The government recognized the tribe as a sovereign entity with its own laws.
  2. οντότητα (ένα αντικείμενο σε μια βάση δεδομένων για το οποίο αποθηκεύονται πληροφορίες)
    Each entity in the database represents a customer with personal information.
  3. οντότητα (πνεύμα ή ύπαρξη χωρίς φυσικό σώμα)
    The paranormal investigators claimed to have recorded voices from an unknown entity.
  4. ύπαρξη (κατάσταση του είναι)
    Philosophers debate the entity of consciousness and what it means to be aware.