·

convincing (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
convince (ρήμα)

επίθετο “convincing”

βασική μορφή convincing (more/most)
  1. πειστικός, πειστική, πειστικό
    Her convincing argument swayed the committee to approve the funding.