ρήμα “convince”
απαρέμφατο convince; αυτός convinces; αόριστος convinced; μετοχή αορ. convinced; μετοχή ενεστ. convincing
- πείθω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The before-and-after photos convinced her that the diet program really worked.
- πείθω (να κάνει κάτι)
She convinced her friend to join the dance class with her.