·

cloaked (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
cloak (ρήμα)

επίθετο “cloaked”

βασική μορφή cloaked (more/most)
  1. καμουφλαρισμένος
    The villain's motives remained cloaked in secrecy, leaving everyone guessing about his next move.
  2. ντυμένος με μανδύα
    She entered the chilly night air, cloaked in a heavy, velvet garment that trailed behind her.