ουσιαστικό “eraser”
ενικός eraser, πληθυντικός erasers
- γόμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
While solving math problems, she often used her eraser to correct mistakes.
- σφουγγαράκι (για πίνακα)
After the lecture, the teacher picked up the eraser and wiped the notes from the board.
- πρόγραμμα διαγραφής δεδομένων
To protect his privacy, he ran an eraser to wipe all personal data from his computer.