·

parking (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
park (ρήμα)

ουσιαστικό “parking”

sg. parking, uncountable
  1. χώρος στάθμευσης
    It can be difficult to find parking in big cities.