·

need (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “need”

απαρέμφατο need; αυτός needs; αόριστος needed; μετοχή αορ. needed; μετοχή ενεστ. needing
  1. χρειάζομαι
    Babies need constant care and attention.
  2. πρέπει (υποχρεωτικό)
    You need to finish your homework before you can play video games.
  3. απαιτείται
    To make a cake, eggs need to be beaten until they are fluffy.

ουσιαστικό “need”

ενικός need, πληθυντικός needs ή μη μετρήσιμο
  1. ανάγκη
    The need for affordable housing in the city is growing.
  2. έλλειψη (σε πόρους)
    The charity provides food and clothing to those in need.