ρήμα “need”
απαρέμφατο need; αυτός needs; αόριστος needed; μετοχή αορ. needed; μετοχή ενεστ. needing
- χρειάζομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Babies need constant care and attention.
- πρέπει (υποχρεωτικό)
You need to finish your homework before you can play video games.
- απαιτείται
To make a cake, eggs need to be beaten until they are fluffy.
ουσιαστικό “need”
ενικός need, πληθυντικός needs ή μη μετρήσιμο
- ανάγκη
The need for affordable housing in the city is growing.
- έλλειψη (σε πόρους)
The charity provides food and clothing to those in need.