επίθετο “electronic”
βασική μορφή electronic (more/most)
- ηλεκτρονικός (συσκευές)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He bought an electronic calculator for his math class.
- ηλεκτρονικός (υπολογιστές)
She enjoys listening to electronic music while studying.
- ηλεκτρονικός (διαδίκτυο)
She sent him an electronic invitation by email to join the online meeting.
- ηλεκτρονικός (ηλεκτρόνια)
The electronic configuration of the atom determines its chemical properties.