ουσιαστικό “sale”
ενικός sale, πληθυντικός sales ή μη μετρήσιμο
- πώληση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The sale of the company was finalized last week.
- έκπτωση
The shop is having a big sale on all their summer clothing.
- δημοπρασία (πώληση)
The painting will be offered at an art sale.