·

sale (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “sale”

ενικός sale, πληθυντικός sales ή μη μετρήσιμο
  1. πώληση
    The sale of the company was finalized last week.
  2. έκπτωση
    The shop is having a big sale on all their summer clothing.
  3. δημοπρασία (πώληση)
    The painting will be offered at an art sale.