·

vapor (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “vapor”

ενικός vapor us, vapour uk, πληθυντικός vapors us, vapours uk ή μη μετρήσιμο
  1. ατμός
    Water vapor condenses to form clouds in the sky.
  2. φάντασμα (κάτι που εξαφανίζεται γρήγορα)
    His promises were just vapor; nothing ever came of them.