·

until (EN)
πρόθεση, σύνδεσμος

πρόθεση “until”

until
  1. μέχρι
    The store is open until 10 pm.

σύνδεσμος “until”

until
  1. μέχρι να (μέχρι τη στιγμή που)
    Wait here until I get back.