ουσιαστικό “adequacy”
ενικός adequacy, πληθυντικός adequacies ή μη μετρήσιμο
- επάρκεια
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The adequacy of the emergency supplies was a concern after the earthquake.