επίθετο “temporary”
βασική μορφή temporary (more/most)
- προσωρινός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The family set up a temporary tent in the backyard for the weekend.
ουσιαστικό “temporary”
ενικός temporary, πληθυντικός temporaries
- προσωρινός υπάλληλος
The company hired a temporary to help with the holiday rush.
- προσωρινή μεταβλητή
The function uses a temporary to hold the sum before dividing it by the number of elements.