επίθετο “cost-benefit”
βασική μορφή cost-benefit, μη βαθμ.
- κόστος-όφελος (που περιλαμβάνει την εξέταση τόσο του κόστους όσο και των ωφελειών)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Before launching the new product, they performed a cost-benefit analysis to assess its potential profitability.
ουσιαστικό “cost-benefit”
ενικός cost-benefit, μη μετρήσιμο
- σχέση κόστους-οφέλους
The company is assessing the cost-benefit of expanding into new markets.