ουσιαστικό “bookkeeping”
ενικός bookkeeping, μη μετρήσιμο
- λογιστική
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She took a course in bookkeeping to help manage her small business finances.