επίθετο “unqualified”
βασική μορφή unqualified (more/most)
- ανειδίκευτος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Without a teaching certificate, he was unqualified to teach at the school.
- απόλυτος (χωρίς περιορισμούς ή εξαιρέσεις)
Their performance was an unqualified success.