·

balanced (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
balance (ρήμα)

επίθετο “balanced”

βασική μορφή balanced (more/most)
  1. ισορροπημένος
    The teacher aimed for a balanced approach, mixing lectures with hands-on activities to engage all students.