ουσιαστικό “architecture”
ενικός architecture, πληθυντικός architectures ή μη μετρήσιμο
- αρχιτεκτονική
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He studied architecture at university to become an architect.
- αρχιτεκτονική (στυλ ή μέθοδος)
The city is known for its Gothic architecture.
- δομή
Enterprise architecture is the department responsible for designing the managerial structure of the company.
- αρχιτεκτονική (υπολογιστικών συστημάτων)
This software has a modular architecture that makes it easy to update.