·

principal (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “principal”

βασική μορφή principal (more/most)
  1. κύριος
    The principal reason for his success is his dedication.

ουσιαστικό “principal”

ενικός principal, πληθυντικός principals
  1. διευθυντής (σχολείου)
    The principal announced new policies during the school assembly.
  2. κεφάλαιο (το αρχικό ποσό χρημάτων που δανείστηκε ή επενδύθηκε, εξαιρουμένων των τόκων)
    She is focused on paying off the principal of her mortgage.
  3. εντολέας (νομική: ένα άτομο που εξουσιοδοτεί έναν αντιπρόσωπο να ενεργεί εκ μέρους του)
    The principal granted his attorney the power to act on his behalf.
  4. κύριος ερμηνευτής ή πρωταγωνιστής ηθοποιός
    After years of hard work, she became a principal in the ballet company.