ουσιαστικό “roster”
ενικός roster, πληθυντικός rosters
- κατάλογος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The coach checked the roster to make sure all players were present.
- πρόγραμμα (εργασιών)
The manager posted the kitchen duty roster in the break room, assigning each employee a week to handle cleaning tasks.
ρήμα “roster”
απαρέμφατο roster; αυτός rosters; αόριστος rostered; μετοχή αορ. rostered; μετοχή ενεστ. rostering
- καταχωρώ (σε πρόγραμμα εργασιών)
The manager rostered Sarah to lead the team meeting every Friday morning.
- καταχωρώ (σε κατάλογο)
The coach rostered all new players for the upcoming tournament.