·

accompany (EN)
ρήμα

ρήμα “accompany”

απαρέμφατο accompany; αυτός accompanies; αόριστος accompanied; μετοχή αορ. accompanied; μετοχή ενεστ. accompanying
  1. συνοδεύω
    The teacher accompanied the students on their field trip to the museum.
  2. συνοδεύω (προσθέτω κάτι που ενισχύει ή συμπληρώνει)
    A bright smile accompanied her gracious offer of help.
  3. παίζω συνοδευτικό μέρος (στη μουσική)
    During the recital, the pianist accompanied the soloist, adding depth to the performance.
  4. συνυπάρχω
    Fever often accompanies the flu as a common symptom.