ρήμα “accompany”
απαρέμφατο accompany; αυτός accompanies; αόριστος accompanied; μετοχή αορ. accompanied; μετοχή ενεστ. accompanying
- συνοδεύω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The teacher accompanied the students on their field trip to the museum.
- συνοδεύω (προσθέτω κάτι που ενισχύει ή συμπληρώνει)
A bright smile accompanied her gracious offer of help.
- παίζω συνοδευτικό μέρος (στη μουσική)
During the recital, the pianist accompanied the soloist, adding depth to the performance.
- συνυπάρχω
Fever often accompanies the flu as a common symptom.