ουσιαστικό “toilet”
ενικός toilet, πληθυντικός toilets
- τουαλέτα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After realizing the toilet was clogged, she called a plumber to fix it.
- τουαλέτα (ένα δωμάτιο όπου υπάρχει τουαλέτα)
She asked which door leads to the toilet.