·

toilet (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “toilet”

ενικός toilet, πληθυντικός toilets
  1. τουαλέτα
    After realizing the toilet was clogged, she called a plumber to fix it.
  2. τουαλέτα (ένα δωμάτιο όπου υπάρχει τουαλέτα)
    She asked which door leads to the toilet.