ρήμα “wear”
απαρέμφατο wear; αυτός wears; αόριστος wore; μετοχή αορ. worn; μετοχή ενεστ. wearing
- φοράω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She's wearing a bright red scarf today.
- φοράω συνήθως
She wears glasses because otherwise he would not even recognize other people.
- έχω (όταν ακολουθείται από ουσιαστικό που δηλώνει συγκεκριμένη έκφραση προσώπου)
Even after the long meeting, he still wore a smile.
- φθείρομαι
The soles of my shoes have worn from all the walking.
- φθείρομαι (όταν ακολουθείται από επίθετο που δηλώνει την κατάσταση στην οποία φθείρεται)
The carpet in the hallway has worn thin from decades of daily use.
- δημιουργώ (όταν αναφέρεται στη δημιουργία τρύπας, δακρύου κλπ.)
Years of walking the same path had worn a groove into the stone steps.
ουσιαστικό “wear”
ενικός wear, μη μετρήσιμο
- -φορέματα (σε σύνθεση, π.χ. παιδικά φορέματα)
She bought new swimwear for her vacation to the beach.
Her company sells a lot of maternity wear.
- φθορά
The old book's pages showed signs of wear, making it difficult to read some of the words.