·

wear (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “wear”

απαρέμφατο wear; αυτός wears; αόριστος wore; μετοχή αορ. worn; μετοχή ενεστ. wearing
  1. φοράω
    She's wearing a bright red scarf today.
  2. φοράω συνήθως
    She wears glasses because otherwise he would not even recognize other people.
  3. έχω (όταν ακολουθείται από ουσιαστικό που δηλώνει συγκεκριμένη έκφραση προσώπου)
    Even after the long meeting, he still wore a smile.
  4. φθείρομαι
    The soles of my shoes have worn from all the walking.
  5. φθείρομαι (όταν ακολουθείται από επίθετο που δηλώνει την κατάσταση στην οποία φθείρεται)
    The carpet in the hallway has worn thin from decades of daily use.
  6. δημιουργώ (όταν αναφέρεται στη δημιουργία τρύπας, δακρύου κλπ.)
    Years of walking the same path had worn a groove into the stone steps.

ουσιαστικό “wear”

ενικός wear, μη μετρήσιμο
  1. -φορέματα (σε σύνθεση, π.χ. παιδικά φορέματα)
    She bought new swimwear for her vacation to the beach.
    Her company sells a lot of maternity wear.
  2. φθορά
    The old book's pages showed signs of wear, making it difficult to read some of the words.