·

winning (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
win (ρήμα)

επίθετο “winning”

βασική μορφή winning (more/most)
  1. νικηφόρος
    She kicked the winning goal in the last minute of the game.
  2. επιτυχής (που προκαλεί επιτυχία)
    The company's winning strategy helped them become the market leader in just two years.