ουσιαστικό “seller”
ενικός seller, πληθυντικός sellers
- πωλητής
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The market is full of sellers offering their goods to passersby.
- προϊόν (που πουλάει καλά)
Her latest novel has become a big seller.