·

date (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “date”

ενικός date, πληθυντικός dates ή μη μετρήσιμο
  1. συγκεκριμένη ημερομηνία
    My birthday falls on a different date each year because it's on February 29th.
  2. αόριστος χρόνος
    We will discuss the budget at a later date when more information is available.
  3. ραντεβού (σε ρομαντικό πλαίσιο)
    Tom was nervous about his first date with Maria at the coffee shop.
  4. συνοδός (σε κοινωνική εκδήλωση)
    For the company gala, I asked Alex to be my date.
  5. χουρμάς
    She snacked on a handful of dates while studying for her exams.
  6. φοινικόδεντρο (που παράγει χουρμάδες)
    Dates growing in the wild are wind-pollinated.

ρήμα “date”

απαρέμφατο date; αυτός dates; αόριστος dated; μετοχή αορ. dated; μετοχή ενεστ. dating
  1. ημερομηνιάζω
    She dated her journal entry with the day's date to keep track of her thoughts over time.
  2. χρονολογώ
    Scientists dated the fossil to be approximately 65 million years old.
  3. προέρχομαι (από συγκεκριμένο χρόνο)
    The tradition dates back to ancient times.
  4. έχω ρομαντική σχέση
    Tom has been dating Sarah for three years now.
  5. είναι μαζί (σε ρομαντική σχέση)
    After chatting online for weeks, they finally decided to start dating.